- κατηγορητής
- κατηγορ-ητής, οῦ, ὁ,A accuser, J.AJ17.5.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατηγορητής — κατηγορητής, ὁ (Α) [κατηγορώ] κατήγορος, ενάγων, μηνυτής … Dictionary of Greek
κατηγορητήν — κατηγορητής accuser masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)